θαλασσογραφικός

θαλασσογραφικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τη θαλασσογραφία: Θαλασσογραφικός πίνακας. – Θαλασσογραφικές μελέτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλασσογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θαλασσογραφία («θαλασσογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”